Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μέγαρο Σταθάτου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°58′32″N 23°44′34″E / 37.9755°N 23.7427°E / 37.9755; 23.7427

Μέγαρο Σταθάτου
Εξωτερική άποψη του κτιρίου από τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας
Χάρτης
Γενικές πληροφορίες
ΕίδοςΝεοκλασικό μέγαρο
ΑρχιτεκτονικήΝεοκλασική
ΔιεύθυνσηΛεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°58′32″N 23°44′34″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αθηναίων
ΤοποθεσίαΑθήνα
ΧώραΕλλάδα
Ολοκλήρωση1895
ΚατάστασηΔιατηρημένο
ΧρήσηΚατοικία, πρεσβεία, μουσείο
ΙδιοκτήτηςΌθων Σταθάτος
Τεχνικές λεπτομέρειες
Όροφοι2
Σχεδιασμός και κατασκευή
ΑρχιτέκτοναςΕρνστ Τσίλλερ
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα και διατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα
Commons page Πολυμέσα

Το Μέγαρο Σταθάτου, είναι τετραώροφο οικοδόμημα, από τα πιο σημαντικά δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας, έργο του Σάξονα αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, στον οποίο οφείλονται πολλά από τα κτίρια της μετεπαναστατικής Ελλάδας, στο τέλος του 19ου αιώνα.

Χτίστηκε το 1895 ως κατοικία - στέγαση των επιχειρήσεων του Αθηναϊκού ζεύγους, Ιθακήσιου στη καταγωγή, Όθωνος και Αθηνάς Σταθάτου, (που μέχρι τότε ήταν στο λιμάνι Σουλινά της Ρουμανίας), στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και Ηροδότου.

Το Μέγαρο Σταθάτου παρέμεινε ως οικία μέχρι το 1937 που πέθανε η Αθηνά Σταθάτου. Στη συνέχεια νοικιάσθηκε στη Βουλγαρική Πρεσβεία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την απελευθέρωση έγινε Αγγλική Στρατιωτική Λέσχη και αργότερα Λέσχη Αγγλίδων Νοσοκόμων. Αργότερα νοικιάστηκε στη Καναδική Πρεσβεία που παρέμεινε μέχρι το 1970 για να στεγάσει στη συνέχεια την Πρεσβεία της Λιβύης μέχρι το 1982. Το έτος αυτό αγοράσθηκε από την Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου προκειμένου να μεταβληθεί σε επίσημο ξενώνα Βασιλέων και Αρχηγών Χωρών που επισκέπτονται τη Χώρα σε αντικάτάσταση πρότερης χρήσης του Μεγάρου Μαξίμου που είχε πλέον μεταβληθεί σε Γραφείο Πρωθυπουργού.

Μετά από πολλές προσπάθειες της σπουδαίας συλλέκτριας έργων τέχνης Αικατερίνης Γουλανδρή να αναδείξει το τεράστιο τότε εκθεσιακό πρόβλημα της Αθήνας, η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη με μια δυναμική της απόφαση ενέκρινε τον εκθεσιακό χαρακτήρα του Μεγάρου Σταθάτου και στις 20 Ιανουαρίου του 1986 εγκαινίασε η ίδια τη στέγαση σε αυτό του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης που από το 1962, επί Βασιλέως Παύλου, είχε λάβει νομική υπόσταση και είχε επίσημα αναγνωριστεί.

Αρχιτεκτονική κτιρίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κτίριο αποτελείται από δύο πτέρυγες, οι οποίες αναπτύσσονται κατά μήκος των δύο οδών που ορίζουν το γωνιακό οικόπεδο. Συναντώνται κατά οξεία γωνία, και στο σημείο συνάντησής τους διαμορφώνεται το πρόπυλο του κτιρίου. Όπως και στα περισσότερα νεοκλασικά κτίρια, γίνεται φανερή η πρόθεση για συμμετρική σύνθεση, με τις δύο πτέρυγες να παρατίθενται κατοπτρικά η μία ως προς την άλλη, στον άξονα που ορίζει το πρόπυλο με το αίθριο. Ωστόσο, παράγοντες όπως η ανάγκη να ακολουθηθεί η οικοδομική γραμμή του περιβάλλοντα αστικού χώρου και η λειτουργικότερη διαμόρφωση του εσωτερικού οδήγησαν σε μια λιγότερο συμμετρική διάταξη. Οι δύο κύριοι όγκοι του κτιρίου δεν είναι πανομοιότυποι, και η σύνδεσή τους με το πρόπυλο έγινε πλέον πιο χαλαρή. Παρά ταύτα το συνθετικό αποτέλεσμα παραμένει συνεπές προς τις αρχικές προθέσεις και ιδιαίτερα αρμονικό.

Το πρόπυλο του Μεγάρου από την οδό Νεοφύτου Δούκα

Το Μέγαρο Σταθάτου κτίστηκε σε μία περίοδο που στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική κυριαρχούσε το κίνημα του νεοκλασικισμού. Όντως, στοιχεία όπως η διάθεση για συμμετρία, οι αρμονικές γεωμετρικές χαράξεις, η τριπλή διάρθρωση των όψεων με βάση κορμό και στέψη, όπως και η προσεκτική χρήση στοιχείων των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών ρυθμών θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν το κτίριο νεοκλασικό. Ωστόσο, η πιο ελεύθερη αντιμετώπιση των ρυθμών (τοσκανο-δωρικοί κίονες με ιωνικό θριγκό για παράδειγμα) και το χαρακτηριστικό πρόπυλο συμβάλλουν στο να κατατάξει κανείς το κτίριο σε αυτά του εκλεκτικιστικού κινήματος.

Το πρόπυλο του Μεγάρου Σταθάτου παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον. Η μορφή του το καθιστά αυτόνομο στοιχείο στο χώρο, και ο συνθετικός του ρόλος είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αποτελεί το στοιχείο εκείνο που ενοποιεί το κτίριο και του δίνει σαφή προσανατολισμό με τον άξονα που ορίζει.

Ως προς την κάτοψή του, το πρόπυλο, είναι ένα μικτόγραμμο τετράπλευρο που αποτελείται από δύο ημικυκλικά τμήματα «προσκολλημένα» σε ένα παραλληλόγραμμο, των οποίων η διάμετρος ισούται με την μεγάλη πλευρά του παραλληλογράμμου. Τέσσερις κίονες τοσκανοδωρικού ρυθμού και τέσσερις σύνθετοι στηρίζουν θολωτή κατασκευή που αποτελεί την στέγαση του πρόπυλου και καταλήγει σε οριζόντιο δώμα. Για τον τονισμό του κύριου άξονα κίνησης χρησιμοποιούνται και οι δύο κορινθιακού ρυθμού κίονες μεγαλύτερου μεγέθους, που πλαισιώνουν την είσοδο και δεν επιτελούν στατικό ρόλο. Σε όψη, οι οκτώ κίονες (σύνθετοι και μη) στηρίζουν τοξοστοιχία με υπερκείμενο καμπυλωμένο ιωνικό θριγκό.

Γλυπτικός διάκοσμος παρουσιάζεται στα πλευρικά τρίγωνα των τόξων, καθώς και στη ζωφόρο, με τη μορφή φυτικών μοτίβων. Οι σύνθετοι κίονες αποτελούνται από δύο τοσκανοδωρικού ρυθμού κίονες προσκολλημένους αμφίπλευρα σε παραστάδα. Στην κάτοψη ορίζουν τις τέσσερις γωνίες του παραλληλόγραμμου, που μαζί με τα δυο ημικύκλια σχηματίζει την κάτοψη. Οι τέσσερις τοσκανοδωρικοί απλοί κίονες είναι τοποθετημένοι ακτινικά στα ημικύκλια, από δύο στο καθένα. Είναι τοποθετημένοι στις γωνίες νοητού κανονικού εξαγώνου, του οποίου τα δυο μισά έχουν απομακρυνθεί μεταξύ τους και εγγράφονται πλέον στα δυο ημικύκλια. Σε ότι αφορά τους σύνθετους διπλούς κίονες, το ένα μέρος τους ακολουθεί την χάραξη των ημικυκλίων, ενώ το άλλο βρίσκεται στις στενές πλευρές του παραλληλογράμμου. Έτσι οι σύνθετοι κίονες δεν είναι συμμετρικοί ως προς έναν άξονα σε κάτοψη, αλλά παρουσιάζουν εκκεντρότητα.

Η τοξωτή διαμόρφωση της οροφής του πρόπυλου προκύπτει από την αλληλοτομία έξι μικρών κυλίνδρων και ενός μεγαλύτερου με το στερεό που δημιουργείται από τον εξελκυσμό του σύνθετου σχήματος της κάτοψης. Οι κύλινδροι αντιστοιχούν στα τόξα μετώπου που υποβαστάζουν οι κίονες, με τα δύο τόξα που βρίσκονται στις στενές πλευρές του παραλληλογράμμου να είναι μεγαλύτερα. Εσωτερικά οι γενέτειρες των θολίσκων που δημιουργούνται δεν παραμένουν οριζόντιες, αλλά καμπυλώνονται για να δημιουργήσουν μεγαλύτερο ύψος στο εσωτερικό. Η γεωμετρία της κατασκευής είναι αρκετά περίπλοκη, με τις γενέτειρες των θολίσκων όπως και τα τόξα μετώπου να αποτελούν εν τέλει καμπύλες τέταρτου βαθμού, οι οποίες παρουσιάζουν και σημεία καμπής.

Η πρόσβαση, τέλος, στο πρόπυλο γίνεται μέσω μνημειακής κλίμακας, με ανήσυχο καμπύλο σχήμα που θυμίζει έντονα αντίστοιχες κλίμακες του μπαρόκ. Η σκάλα αυξάνει το πλάτος της όσο την κατεβαίνει κανείς, με τον βαθμιδοφόρο να καμπυλώνεται και τα τελευταία σκαλοπάτια να περιελίσσονται γύρω από το κυλινδρικό βάθρο στο τέλος του βαθμιδοφόρου δημιουργώντας σπείρα. Από το έβδομο σκαλοπάτι και κάτω, τα σκαλοπάτια αρχίζουν να καμπυλώνονται και σε κάτοψη, μέχρι να καταλήξουν στα τρία τελευταία με την ελεύθερη σπειροειδή απόληξη που αναφέρθηκε.

  • ΔΑΚΟΡΩΝΙΑΣ-ΜΑΡΙΝΑ ΙΩΣΗΦ, ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ, ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ ΑΡΗΣ, ΚΟΛΙΑΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΗΡΑΚΛΗΣ, φοιτητές της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, εργασία για το Πρόπυλο του Μεγάρου Σταθάτου, Σεπτέμβριος 2006